- τροχοπέδηση
- η, Ν [τροχοπεδώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχοπεδώ, επίσχεση ή επιβράδυνση τής κίνησης τροχού ή τροχών με τροχοπέδη, φρενάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχοπέδηση — η 1. επιβράδυνση της κίνησης τροχού με την τροχοπέδη. 2. μτφ., αντιμετώπιση διάφορων ενεργειών ή καταστάσεων: Πρέπει να γίνει τροχοπέδηση της ανωμαλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
φρενάρισμα — το, Ν [φρενάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρενάρω, τροχοπέδηση … Dictionary of Greek
φρενάρισμα — το η τροχοπέδηση, η αναχαίτιση με φρένο, το πάτημα του φρένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)